τετραφαινυλοναφθακένιο

τετραφαινυλοναφθακένιο
το, Ν
χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης ρουβρένιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρουβρένιο — το, Ν χημ. πολυκυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας με πορτοκαλοκόκκινο χρώμα, γνωστός και ως τετραφαινυλοναφθακένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rubrene < λατ. ruber «κόκκινος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”